αποθηκιάζω

αποθηκιάζω
βλ. αποθηκεύω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αποθηκεύω — κ. αποθηκιάζω διατηρώ κάτι σε αποθήκη, το διαφυλάσσω για μελλοντική χρήση ή για περίπτωση ανάγκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποθήκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρηγ. Χαντσερή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”